τεκμήριο(ν)

τεκμήριο(ν)
τό
1) вывод, заключение; 2) веский довод, доказательство, свидетельство; 3) книжн, презумпция

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "τεκμήριο(ν)" в других словарях:

  • τεκμήριο — Όρος που δηλώνει στη νομική γλώσσα τη λογική κρίση κατά την οποία ξεκινώντας από ένα γνωστό γεγονός, δεχόμαστε την ύπαρξη ενός άγνωστου γεγονότος. Τα τ. διακρίνονται σε νόμιμα και δικαστικά: στα πρώτα η λογική επαγωγή προκαθορίζεται από τον ίδιο… …   Dictionary of Greek

  • τεκμήριο — το 1. συμπέρασμα που βγαίνει από γνωστό γεγονός για κάτι άγνωστο. 2. αποδεικτικό στοιχείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δείγμα — το (AM δεῑγμα) [δείκνυμι] 1. μικρή ποσότητα ή μέρος που επιδεικνύεται για να σχηματιστεί αντίληψη για το όλο (α. «δείγμα υφάσματος» β. «δείγματα χρωμάτων» γ. «ὥσπερ δὲ τῶν καρπῶν ἐξενεγκεῑν ἑκάστου δεῑγμα πειράσομαι» θα προσπαθήσω να παρουσιάσω… …   Dictionary of Greek

  • ντοκουμέντο — το 1. έγγραφο ή αντικείμενο το οποίο χρησιμοποιείται ως απόδειξη ή ιστορική πηγή ή για να δώσει έγκυρες πληροφορίες για ένα γεγονός ή έναν ισχυρισμό, τεκμήριο, αποδεικτικό στοιχείο («ιστορικά ντοκουμέντα») 2. επίσημο έγγραφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… …   Dictionary of Greek

  • πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… …   Dictionary of Greek

  • συναποβίωση — η, Ν φρ. «τεκμήριο συναποβιώσεως» (νομ.) διάταξη κατά την οποία, όταν υπάρχει περίπτωση πολλών ατόμων που έχουν πεθάνει και δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι το ένα επέζησε τού άλλου, τότε θεωρείται κατά τεκμήριο ότι όλα έχουν αποβιώσει συγχρόνως, με… …   Dictionary of Greek

  • αποδεικτική διαδικασία — Η διαδικασία συλλογής του αποδεικτικού υλικού για μία δίκη. Περιλαμβάνει τον τρόπο και τα μέσα. Ειδικά στην πολιτική δικονομία, η α.δ. είναι το σύνολο των δικαστικών πράξεων που γίνονται από τους διαδίκους και από το δικαστήριο με σκοπό να… …   Dictionary of Greek

  • καταδολίευση δανειστών — Όρος του αστικού δικαίου που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό πράξης του οφειλέτη, η οποία αποσκοπεί να ματαιώσει την ικανοποίηση των δανειστών του· ειδικότερα ως κ.δ. αναφέρεται η απαλλοτρίωση, δηλαδή η μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων… …   Dictionary of Greek

  • Ντομιέ, Ονορέ — (Daumier Honore, 1808 – 1879). Γάλλος λιθογράφος, ζωγράφος και γλύπτης. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του 19ου αι. και όλων των εποχών. Ο πατέρας του, υαλοπώλης με ποιητικές φιλοδοξίες, εγκατέλειψε το 1814 τη Μασσαλία και… …   Dictionary of Greek

  • Menios Koutsogiorgas — Agamemnon Koutsogiorgas (Greek: Αγαμέμνων Κουτσόγιωργας), commonly known as Menios Koutsogiorgas (Μένιος Κουτσόγιωργας), was a Greek lawyer and politician. As a close associate of Andreas Papandreou, the founder and leader of the Panhellenic… …   Wikipedia

  • Σαμαρείτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. Σαμαρείτισσα Ν και Σαμαρεῑτις και Σαμαρῑτις, ίτιδος ΜΑ, και Σαμαρίτης και δωρ. τ. Σαμαρῑτας Α [Σαμάρεια] (συν. στον. πληθ.) οι Σαμαρείτες και οἱ Σαμαρεῑται οι κάτοικοι τής Σαμάρειας, που μέχρι το 721 π.Χ. αποτελούσαν αμιγή ιουδαϊκό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»